Κυριακή 18 Απριλίου 2010

«Συγχώρεσα τον παπά που με κακοποίησε»(Αξίζει να το διαβάσεις)

Γνώρισε την αθλιότητα και την κτηνωδία όταν ήταν 15 ετών, από έναν ρωμαιοκαθολικό κληρικό που τον κακοποιούσε επί επτά ολόκληρα χρόνια. Κατάφερε να του ξεφύγει και προσπάθησε να ξεγράψει το παρελθόν του. Πέρασε τα πάντα, ακόμη και την εξαθλίωση των ναρκωτικών. Μπήκε βαθιά σε μαύρες τρύπες, νυχτερινών ύποπτων καταγωγίων.
Ο Κλάους Κένεθ έγραψε την περιπλάνηση της ψυχής του σ' ένα βιβλίο που σύντομα έγινε «μπεστ σέλερ»

Εγινε μέλος σε εφηβικές συμμορίες. Εκδήλωσε αντικοινωνική συμπεριφορά. Καταδικάστηκε και φυλακίστηκε. Γνώρισε το μίσος, την εκδίκηση, τη βία εντός και εκτός του. Και ξαφνικά άρχισε να ψάχνει στις θρησκείες τον εαυτό του.
Πέρασε από τον ισλαμισμό, βυθίστηκε στον ινδουϊσμό και το βουδισμό. Δοκίμασε τον αποκρυφισμό και τη μαγεία της Λατινικής Αμερικής, ώσπου ξαφνικά ανακάλυψε την Ορθοδοξία στο πρόσωπο ενός καλόγερου. Ενας άνθρωπος της Εκκλησίας τον έστρεψε μακριά από τον εαυτό του. Και ένας άλλος άνθρωπος πάλι τον οδήγησε εκεί που πλέον θεωρεί ότι βρήκε τη γαλήνη. Κι έριξε άγκυρα 27 ολόκληρα χρόνια τώρα.
Πρόκειται για τον Κλάους Κένεθ, που βρίσκεται στη χώρα μας προσκεκλημένος των εκδόσεων «Εν Πλω», που μετάφρασαν τη συνταρακτική πορεία της ζωής του, έτσι όπως ο ίδιος την περιέγραψε στο βιβλίο του με τίτλο « Χιλιάδες μίλια προς τον τόπο της καρδιάς».
Η πορεία του
Αδύνατος, με χαραγμένο πρόσωπο, αλλά με μόνιμο χαμόγελο, μ' ένα χιούμορ που ξαφνιάζει, μίλησε στην «Κ.Ε.» ακόμη και για τον ιερέα που ασελγούσε πάνω του. «Θέλησα», λέει, «μετά από πολλά χρόνια να τον συναντήσω. Πρόλαβα να το κάνω πριν πεθάνει. Οταν τον είδα δεν ήθελα να μιλήσω για τίποτα. Του είπα απλώς "σε συγχωρώ" και έφυγα ξαλαφρωμένος. Εκείνος δεν απάντησε. Οπως δεν απάντησε και στα δεκάδες άλλα παιδιά στα οποία ασελγούσε όπως και σε μένα».
Τώρα και πάλι η ρωμαιοκαθολική Εκκλησία συγκλονίζεται από παρόμοια περιστατικά που ήρθαν στο φως. Ο Κλάους Κένεθ αναρωτιέται αν πράγματι γνώριζε τα περιστατικά ο πάπας και τα έκρυβε.
Ομως και στην Ορθοδοξία, την οποία έχει ασπαστεί φανατικά και χωρίς παρεκκλίσεις, υπάρχουν τέτοια περιστατικά. «Τα 'χω ακουστά», λέει. «Πιστεύω ότι αν οι άνθρωποι νοσούν ψυχικά είναι ικανοί για όλα... Αν οι μητροπολίτες, ο πατριάρχης, ο πάπας τα γνωρίζουν και τα κρύβουν κάτω από το χάλι, τότε έχουν ευθύνη...».
Ο Κλάους Κένεθ γεννήθηκε στην Τσεχοσλοβακία, στην πόλη Πίλσεν το 1945. Παιδί πάμπτωχης οικογένειας. Ο παπάς που ασελγούσε πάνω του του έδινε κάποια χρήματα που τα πήγαινε σπίτι. Ακόμη και σήμερα θυμάται με απέραντη θλίψη τη μητέρα του, όταν τόλμησε να της περιγράψει την κακοποίηση από τον ιερέα και δεν τον πίστεψε. «Λες ψέματα», του είπε. Και ο ίδιος αναρωτιέται ακόμη σήμερα: «Αυτό είναι αγάπη;».
Κάπως έτσι άρχισε την «περιπλάνησή» του σε δεκάδες χώρες. Από την Ευρώπη στην Ασία, στη Λατινική Αμερική. Μέχρι τα 36 του χρόνια. Στα μικρά χρονικά διαστήματα που έμενε σε κάποιο τόπο κατάφερε να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο του Τίμπιγκεν της Γερμανίας Ψυχολογία, για να κατανοήσει τον εαυτό του. Και Φιλοσοφία για να ερμηνεύσει τους ανθρώπους.
Φαίνεται όμως πως η θρησκεία τον τραβούσε συνεχώς απ' το μανίκι, γιατί αν και ολοκλήρωσε τις σπουδές του και άρχισε να εργάζεται δεν έπαυε να ψάχνει τις παραφυάδες του χριστιανισμού, φτάνοντας και μέχρι τους προτεστάντες. Τους απέρριψε όλους. Ωσπου το 1983 γνωρίζει στο Εσεξ της Αγγλίας έναν φωτισμένο ορθόδοξο κληρικό. Τον γέροντα Σωφρόνιο, κτήτορα της Μονής του Τιμίου Προδρόμου στο Εσεξ της Αγγλίας.
Μια εξέχουσα μορφή της Ορθοδοξίας, που γεννήθηκε στη Μόσχα, έγινε ζωγράφος, αλλά πέρασε και αυτός από πολλά στάδια, μεταξύ των οποίων ο βουδισμός και η ινδική φιλοσοφία, για να καταλήξει ηλικιωμένος πλέον στο Εσεξ. Εκεί ίδρυσε το μοναστήρι και μία αδελφότητα. Κοντά του βρήκε καταφύγιο ο Κλάους Κένεθ και το 1986 βαπτίζεται ορθόδοξος χριστιανός.
Συνεχώς στην ομιλία του αναμιγνύει δύο πρόσωπα: τον άνθρωπο Σωφρόνιο που τον οδήγησε στη γαλήνη αλλά και τον άγγελο από το Μοντενέγκρο. Δηλαδή τη γυναίκα του.
«Σήμερα είμαι μάλλον εκατομμυριούχος», λέει χαμογελώντας. «Κι αυτά τα χρήματα τα έχω από την περιγραφή της ίδιας μου της ζωής». Τυχαία άρχισε να γράφει για τη μακρά περιπλάνησή του στα μονοπάτια του κόσμου, ή μήπως στα μονοπάτια της ψυχής του; Αυτό ήταν. Αποφάσισε να εκδώσει το βιβλίο, που γρήγορα έγινε «μπεστ σέλερ». Μεταφράστηκε σε επτά γλώσσες και κυκλοφόρησε σε δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα.
«Ο Θεός είναι επαγγελματίας», λέει χαμογελώντας. «Επέτρεψε να περάσω όσα πέρασα. Με διέσωσε από το θάνατο. Σήμερα οι άνθρωποι στους οποίους μιλώ με πιστεύουν πολύ περισσότερο απ' ό,τι τους άλλους, με τις μακριές γενειάδες...».
Σε αντίθεση με την άποψή του για ορισμένους κληρικούς, μιλάει με πάθος για τη Μητέρα Τερέζα, την οποία γνώρισε και τον θάμπωσε η απλότητά της: «Ηταν τόσο μεγάλη η δύναμη των λόγων της, αλλά και τόσο πολύ ξαφνιάστηκα με την απλότητά της που άλλαξε ριζικά ο τρόπος με τον οποίο έβλεπα τα πράγματα».
Αυτή τη στιγμή, 65 ετών πλέον, ζει στην Ελβετία από τη σύνταξή του, επειδή ό,τι εισπράττει από το βιβλίο διοχετεύεται σε δύο ιδρύματα που δημιούργησε για ορφανά παιδιά. Ενα στην Κένυα κι ένα στη χώρα της γυναίκας του, στη Σερβία. «Μπορεί ο ρωμαιοκαθολικός ιερέας που κακοποίησε το σώμα μου στην εφηβική μου ηλικία να ήταν ένα σκοτεινό μονοπάτι που έπρεπε να το διαβώ για να φτάσω εδώ που έφτασα σήμερα», λέει. «Ομως, για να δείς το φως το αληθινό δεν είναι απαραίτητο βέβαια να περάσεις απ' όλα αυτά».
Η Ορθοδοξία ήταν γι' αυτόν αποκάλυψη. «Γιατί έχει ως γνώμονα», λέει, την ταπείνωση. Αυτό σε προστατεύει. Να κοιτάς δηλαδή προς τα κάτω, προς τα μέσα. Κι είναι σαν να κοιτάς προς τα πάνω».
Τα τραυματικά βιώματα της εφηβικής ηλικίας του όμως φαίνεται πως δεν τον εγκαταλείπουν. Ακόμη και σ' αυτή την ηλικία και μετά τη μακρά περιπλάνησή του, παρασύρεται έντονα από έναν συναισθηματικό λόγο. Λέει συνέχεια ότι μπορεί να ακούει τη φωνή του Θεού μέσα του. Και δεν είναι τυχαίο που ο Σωφρόνιος δεν τον δέχθηκε άμεσα στην αδελφότητα του Εσεξ.
Ωστόσο, ο Κένεθ Κλάους φαίνεται πως ακολούθησε πιστά τις συμβουλές του και κατάφερε τουλάχιστον να βρει πλέον έναν προορισμό και μια αποστολή: Να μιλάει για τις εμπειρίες του, το χαμό και τη σωτηρία του, ελπίζοντας ότι θα βρεί μιμητές, στο τελευταίο κομμάτι της ζωής του.